Με πολύ απλά λόγια, πρόκειται για μία κατάσταση κατά την οποία ο οργανισμός δεν διαθέτει ορισμένα ένζυμα, απαραίτητα για να χωνέψουν συγκεκριμένες τροφές και έτσι αδυνατεί να απορροφήσει τα θρεπτικά τους συστατικά και να τα χρησιμοποιήσει φυσιολογικά για τις καθημερινές του λειτουργίες. Παράλληλα, ο οργανισμός συχνά αντιδρά αμυντικά στο συστατικό που αντιλαμβάνεται ως «εχθρική τροφή», οπότε αν η διαδικασία αυτή γίνεται συχνά (όσο συχνά καταναλώνουμε την συγκεκριμένη τροφή) σταδιακά εξασθενεί.
Καθώς τα συμπτώματά της δεν είναι άμεσα, παρά εμφανίζονται μετά από μισή έως 48 ώρες, η δυσανεξία παρουσιάζεται ως χρόνια αντίδραση του οργανισμού.
Όπως τονίζουν οι ειδικοί, οποιαδήποτε τροφή μπορεί να μην είναι ανεκτή από τον οργανισμό –ακόμα και οι φαινομενικά πιο «αθώες». Πιο συχνά, πάντως, εμφανίζεται η δυσανεξία στην λακτόζη, ως αποτέλεσμα του οργανισμού που δεν παράγει επαρκή λακτάση για να διασπάσει την λακτόζη στο γάλα –άλλα γαλακτοκομικά προϊόντα, όπως το τυρί, περιέχουν λιγότερη λακτόζη, συνεπώς προκαλούν μικρότερες αντιδράσεις στον οργανισμό–ή και καθόλου.
Στην φρουκτόζη –αφορά δυσκολία να χωνέψει κανείς τόσο φρούτα όσο και λαχανικά.
Στη μαγιά –κάποιος δε μπορεί να φάει π.χ. ψωμί.
Στη γλουτένη –συναντάται σε ζυμαρικά, ρύζι, δημητριακά.
Οποιοδήποτε άτομο το οποίο μπορεί να είναι ή να μην είναι αλλεργικό σε τροφές, να έχει ή να μην έχει αλλεργικούς συγγενείς πρώτου βαθμού. Η δυσανεξία μπορεί να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε ηλικία και να εξελιχθεί γρήγορα ή αργά. Ωστόσο, υπολογίζεται ότι οι γυναίκες είναι πιο επιρρεπείς στις δυσανεξίες, πιθανώς λόγω ορμονικών σκαμπανεβασμάτων, καθώς πολλά χημικά συστατικά στις τροφές μιμούνται τις ορμόνες.
Πληθυσμιακά, ενδιαφέρον έχει ο παγκόσμιος χάρτης δυσανεξίας στη λακτόζη, την πιο συχνή δυσανεξία. Σύμφωνα με αυτόν μεγαλύτερα ποσοστά δυσανεξίας εμφανίζονται στο νότιο ημισφαίριο της γης, ενώ οι Έλληνες συγκεκριμένα δείχνουν να πάσχουν από δυσανεξία στην λακτόζη στο 40-60% του πληθυσμού.
Η τροφική δυσανεξία δεν αναγνωρίζεται εύκολα. Ωστόσο, τα συμπτώματα αυτά μπορεί να είναι τόσο σωματικά όσο και ψυχικά. Πιο συγκεκριμένα, τα σωματικά συμπτώματα μπορεί να σχετίζονται με:
Το κεφάλι: Πονοκέφαλοι, ημικρανίες, λιποθυμία, υπερβολική αίσθηση αδυναμίας, αϋπνία.
Τα μάτια, τα αυτιά, τη μύτη και τον λαιμό: Μόνιμα βουλωμένη μύτη ή καταρροή, συνάχι, δακρυσμένα μάτια, βούισμα αυτιών, ωταλγία, αίσθηση βάρους στα αυτιά, συχνά επαναλαμβανόμενες ωτίτιδες, φαγούρα στα αυτιά ή στο στόμα, ξύσιμο στο λαιμό, χρόνιος βήχας, άφθες, ιγμορίτιδα, μετωπιαία κολπίτιδα.
Την καρδιά: Δυνατοί χτύποι καρδιάς, ταχυκαρδία.
Τους πνεύμονες: Άσθμα, απόφραξη των βρόγχων, βραχνάδα.
Το στομάχι ή τα έντερο: Ναυτία ή αηδία για ορισμένα τρόφιμα, διάρροια, δυσκοιλιότητα, αέρια μετά το φαγητό, κολικοί, δυσπεψία μετά το φαγητό, σπασμοί ή πόνοι στο υπογάστριο.
Το δέρμα: Εκζέματα, φλεγμονές, ωχρότητα, εξανθήματα, κνίδωση, νευροδερματίτιδα ή ακόμα και ψωρίαση.
Τα ψυχικά συμπτώματα της δυσανεξίας μπορεί να είναι αίσθημα φόβου ή ακόμα και πανικός, θλίψη, επιθετικότητα, ραθυμία, λήθαργος ή και υπερκινητικότητα, καθώς και δυσκολία συγκέντρωσης και ομιλίας. Επιπλέον, άλλα συμπτώματα της τροφικής δυσανεξίας μπορεί, σύμφωνα με τον γιατρό, να είναι η χρόνια κόπωση και νωθρότητα, μία γενικότερη αδυναμία, μυαλγίες, πόνοι στις αρθρώσεις, πρήξιμο χεριών και ποδιών.
Καθώς δεν υπάρχει ακόμα θεραπεία για την αντιμετώπιση της τροφικής δυσανεξίας, το καλύτερο που μπορεί να κάνει όποιος γνωρίζει ποια ακριβώς τροφή τον «πειράζει» είναι να την αποφύγει. Αν πάλι δυσκολευόμαστε να την εντοπίσουμε, η λύση βρίσκεται στα τεστ τροφικής δυσανεξίας.
Το τεστ διατροφικής δυσανεξίας είναι ένα εργαλείο που δίνει την κατεύθυνση για σωστές επιλογές στη διατροφή, ώστε να επιτευχθεί εύκολη και ασφαλής απώλεια βάρους. Τα τυπικά προβλήματα με τις παραδοσιακές δίαιτες είναι τα εξής:
1. Τα κιλά χάνονται γρήγορα με τη δίαιτα, αλλά μετά επιστρέφουν με τη διακοπή της σχετικά εύκολα.
2. Χάνονται κιλά για μία χρονική περίοδο, αλλά ο οργανισμός προσαρμόζεται στη χαμηλότερη πρόσληψη θερμίδων και η απώλεια βάρους σταματάει, ενώ η δίαιτα συνεχίζεται.
3. Η απώλεια βάρους είναι πολύ δύσκολη, γιατί μετά από πολλές δίαιτες (ή λήψη ορμονών) ο μεταβολισμός έχει διαταραχθεί ιδιαίτερα και εμφανίζεται το φαινόμενο να χάνονται τα κιλά πολύ δύσκολα και μετά από πολλές θυσίες, ενώ επιστρέφουν με την παραμικρή "ατασταλία".
Αυτές είναι μερικές από τις κλασσικές περιπτώσεις που το Τεστ Διατροφικής Δυσανεξίας μπορεί να είναι ιδιαίτερα χρήσιμο. Γνωρίζοντας με ακρίβεια ποιες τροφές επηρεάζουν τον μεταβολισμό μας, μπορούμε να τις εξαιρέσουμε από τη διατροφή μας και το βάρος να μειωθεί όχι μόνο εύκολα, αλλά και σωστά.
Το τεστ διατροφικής δυσανεξίας πρέπει να είναι ο οδηγός μας για ένα σωστό και ισορροπημένο διαιτολόγιο, που δεν διαταράσσει τον οργανισμό και την ισορροπία του, ούτε μας αφήνει "προίκα" έναν κατεστραμμένο μεταβολισμό που θυμίζει άτομα με ορμονικές διαταραχές. Τα αποτελέσματα του τεστ πρέπει να τηρηθούν αυστηρά για τουλάχιστον ένα μήνα. Μετά από αυτήν την περίοδο οι τροφές που έχουν εξαιρεθεί θα επανενταχθούν στο διατροφολόγιό μας αργά και προσεκτικά, έτσι ώστε μετά από μερικούς μήνες, και αφού έχει επιτευχθεί το επιθυμητό βάρος να συνεχίζουμε να τρώμε τα πάντα στις σωστές ποσότητες που αρμόζουν στον οργανισμό μας χωρίς στερήσεις και ανάγκη αυστηρής επιτήρησης του βάρους μας.
Η απάντηση σε αυτήν την ερώτηση δεν είναι εύκολη, γιατί για να είναι σωστή πρέπει να είναι εξατομικευμένη. Η εταιρεία που παράγει τα μηχανήματα βιοσυντονισμού (με τα οποία γίνεται το τεστ) προτείνει επανάληψη του τεστ κάθε 3-6 μήνες, αλλά η εμπειρία μου δείχνει ότι αυτή η οδηγία είναι γενική και πολλές φορές δεν είναι αναγκαίο να τηρηθεί. Πιο σωστά, μπορούμε να πούμε ότι δεν είναι δυνατόν να προβλέψουμε κάθε πότε ο οργανισμός θα έχει ανάγκη νέο τεστ, γιατί η "προσαρμογή" του οργανισμού στο νέο διαιτολόγιο επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες, όπως:
1. Η ικανότητα του οργανισμού να προσαρμόζεται (που είναι διαφορετική για κάθε άνθρωπο)
2. Η παθολογία που προσπαθούμε να αναστρέψουμε (μακροχρόνιες παθήσεις απαιτούν μακροχρόνιες και επίμονες θεραπείες και πιθανόν περισσότερα τεστ δυσανεξίας)
3. Παθολογία στο γαστρεντερικό σύστημα
4. Αυστηρή τήρηση των οδηγιών από την πλευρά του ασθενή
5. Ποικιλία νέου διαιτολογίου.
Αυτές είναι μόνο μερικές από τις αιτίες που τροποποιούν την αντίδραση του οργανισμού στο νέο διαιτολόγιο. Αλλά, για να κάνουμε τα πράγματα πιο απλά, αρκεί να πούμε ότι στα πλαίσια της πρόληψης, ένας υγιής οργανισμός μπορεί να κάνει το τεστ κάθε χρόνο και αυτό είναι αρκετό. Σε περιπτώσεις θεραπείας, ειδικά σε επίμονες και μακροχρόνιες παθήσεις, όπως πονοκεφάλους, άσθμα, σπαστική κολίτιδα, μπορεί πραγματικά να είναι αναγκαίο να γίνεται το τεστ κάθε 3-4 μήνες.
Όσοι ασχολούνται επαγγελματικά με το τεστ διατροφικής (τροφικής) δυσανεξίας, γνωρίζουν ότι υπάρχουν δύο τρόποι να γίνει:
1.Στο αίμα
2.Στον οργανισμό
Για την εξέταση στο αίμα λαμβάνεται μία μικρή ποσότητα αίματος με αιμοληψία και το αίμα περνάει από μία σειρά από αντιδραστήρια, για να εξεταστεί με ποια αντιγόνα αυτό αντιδρά. Η εξέταση που γίνεται στον οργανισμό γίνεται με τη μέθοδο του Βιοσυντονισμού και είναι αναίμακτη (μη επεμβατική). Ο εξεταζόμενος κρατάει στα χέρια του δύο ηλεκτρόδια και οι πληροφορίες των τροφών περνούν με το ηλεκτρικό ρεύμα (πολύ χαμηλής έντασης, της τάξεως των mA) και εκτιμάται η ανταπόκριση του οργανισμού στο ερέθισμα.
Η μέθοδος του Βιοσυντονισμού θεωρείται πιο αξιόπιστη και πιο ασφαλής. Η διαδικασία της αιμοληψίας έχει συνδεθεί με πολλούς κινδύνους και καλό είναι να αποφεύγεται. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που πλέον λίγοι προτιμούν το τεστ στο αίμα.
Η πιο σημαντική διαφορά, όμως, είναι ότι η μέθοδος του Βιοσυντονισμού είναι πιο ακριβής. Έτσι, αντί για διακοπή των γαλακτοκομικών ή γενικά των τυριών, θα χρειαστεί να κόψετε μόνο έναν ή δύο τύπους τυριών και θα μπορείτε να καταναλώνετε τα υπόλοιπα τυριά. Επίσης, αντί να πρέπει να κόψετε τα δημητριακά, μπορεί να χρειαστεί να κόψετε μόνο την σίκαλη, πράγμα πολύ πιο εύκολο και απλό, με τα ίδια αποτελέσματα.